ἀνορμίζω

From LSJ
Revision as of 14:59, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνορμίζω Medium diacritics: ἀνορμίζω Low diacritics: ανορμίζω Capitals: ΑΝΟΡΜΙΖΩ
Transliteration A: anormízō Transliteration B: anormizō Transliteration C: anormizo Beta Code: a)normi/zw

English (LSJ)

   A take [ships] from their moorings, ἐς τὸ πέλαγος τὰς ναῦς D.C.48.48:—Med., put to sea, Id.42.7:—Pass., anchor above, ὑπὲρ τόπον Id.71.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορμίζω: μέλλ. -ίσω, ἐξάγω ἐκ τοῦ ὅρμου τὰ πλοῖα, ἐς τὸ πέλαγος εὐθὺς τὰς ναῦς ἀνώρμισε Δίων Κ. 48. 48: ― Μέσ., ἐξέρχομαι εἰς τὸ πέλαγος, ὁ αὐτ. 42. 7.

Spanish (DGE)

1 soltar amarras, hacer partir ἐς τὸ πέλαγος ... τᾶς ναῦς D.C.48.48.2
en v. med. abs. hacerse a la mar οὐκ ἐθάρσησεν εὐθὺς εἰς τὴν γῆν ἐκβῆναι, ἀλλ' ἀνορμισάμενος ἀνεῖχε D.C.42.7.2.
2 anclar más arriba en v. pas. νῆες ... ἄνω τοῦ ῥεύματος D.C.71.2.3.

Greek Monolingual

ἀνορμίζω (Α)
1. παίρνω, βγάζω τα πλοία από το αγκυροβόλιο στο ανοιχτό πέλαγος
2. μέσ. βγαίνω στο πέλαγος.