ἐνοκλάζω

From LSJ
Revision as of 15:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνοκλάζω Medium diacritics: ἐνοκλάζω Low diacritics: ενοκλάζω Capitals: ΕΝΟΚΛΑΖΩ
Transliteration A: enoklázō Transliteration B: enoklazō Transliteration C: enoklazo Beta Code: e)nokla/zw

English (LSJ)

   A squat upon, τοῖς ὀπισθίοις, of a dog, Philostr.Jun.Im.3.

German (Pape)

[Seite 849] niederknieen auf, τινί, Philostr. jun. im. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοκλάζω: γονατίζω καὶ κάθημαι, ὁ δὲ τοῖς ὀπισθίοις ἐνοκλάσας, «καθίσας εἰς τὰ ὀπισθινά του», ἐπὶ κυνός, Φιλόστρ. 867.

Spanish (DGE)

agacharse sobre, sentarse τοῖς ὀπισθίοις un perro, Philostr.Iun.Im.3.5.

Greek Monolingual

ἐνοκλάζω (Α) οκλάζω
(για σκύλο) κάθομαι οκλαδόν, γονατιστά, κάθομαι στα πίσω πόδια.