ἐπιδιαρρήγνυμαι
From LSJ
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
English (LSJ)
aor. -διερράγην [ᾰ], Pass.,
A burst at or because of a thing, Ar.Eq.701.
Greek Monolingual
ἐπιδιαρρήγνυμαι (Α)
σκάζω («κᾷτ’... ἐκροφήσας... ἐπιδιαρραγῶ» — κι έπειτα να το ρουφήξω όλο και να σκάσω, Αρφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + διαρρήγνυμαι «σκάζω»].
Greek Monotonic
ἐπιδιαρρήγνῡμαι: αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., ξεσπώ εναντίον ή λόγω ενός πράγματος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδιαρρήγνῠμαι: (aor. 2 conjct. ἐπιδιαρρᾰγῶ) разрываться, лопаться Arph.