ἐτυμηγόρος
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
ον, (ἀγορεύω)
A speaking truth, Orph.A.4,1178.
German (Pape)
[Seite 1053] wahr redend, αὐδή, ὀμφή, Orph. Arg. 1176.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτῠμηγόρος: -ον, (ἀγορεύω) ὁ λέγων τὴν ἀλήθειαν, Ὀρφ. Ἀργ. 4. 1183.
Greek Monolingual
ἐτυμηγόρος, -ον (Α)
αυτὸς που λέει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμος «αληθινός» + -αγόρος (< αγορεύω), πρβλ. δημ-ηγόρος
το η λόγω της συνθέσεως].