ὁμοκέλευθος
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
ον,
A going together, Pl.Cra.405d.
German (Pape)
[Seite 337] von gleichem Wege, Geleiter, τὸν ὁμοκέλευθον – ἀκόλουθον ἐκαλέσαμεν, Plat. Crat. 405 d.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοκέλευθος: -ον, ὁ ὁμοῦ πορευόμενος, Πλάτ. Κρατ. 405 D.
Greek Monolingual
ὁμοκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που βαδίζει στον ίδιο δρόμο, συνταξιδιώτης, συνοδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κέλευθος «οδός»].
Russian (Dvoretsky)
ὁμοκέλευθος: ὁ попутчик, спутник Plat.