ὑπέρασθμος

From LSJ
Revision as of 15:19, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρασθμος Medium diacritics: ὑπέρασθμος Low diacritics: υπέρασθμος Capitals: ΥΠΕΡΑΣΘΜΟΣ
Transliteration A: hypérasthmos Transliteration B: hyperasthmos Transliteration C: yperasthmos Beta Code: u(pe/rasqmos

English (LSJ)

ον,

   A panting exceedingly, X.Cyn.10.20, Poll.5.80,84.

German (Pape)

[Seite 1191] übermäßig keichend, Xen. Cyn. 10, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρασθμος: -ον, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν ἀσθμαίνων, Ξεν. Κυν. 10, 20. Πολυδ. Ε΄, 80. 84.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout haletant.
Étymologie: ὑπέρ, ἆσθμα.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ λαχανιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἄσθμα].

Greek Monotonic

ὑπέρασθμος: -ον (ἄσθμα), αυτός που ασθμαίνει υπερβολικά, αυτός που έχει υπερβολική δύσπνοια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρασθμος: весь запыхавшийся, задыхающийся (τὸ θηρίον Xen.).

Middle Liddell

ὑπέρ-ασθμος, ον, ἄσθμα
panting exceedingly, Xen.