ὑστεροφημία

From LSJ
Revision as of 15:22, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστεροφημία Medium diacritics: ὑστεροφημία Low diacritics: υστεροφημία Capitals: ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ
Transliteration A: hysterophēmía Transliteration B: hysterophēmia Transliteration C: ysterofimia Beta Code: u(sterofhmi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A posthumous fame, Plu.2.85c, M.Ant.2.17, Longin.14.3.

Greek (Liddell-Scott)

ὑστεροφημία: ἡ, ἡ μετὰ θάνατον φήμη, Πλούτ. 2. 85 (ἔνθα ἴδε Wytt.), Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 2. 17, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
renom auprès de la postérité.
Étymologie: ὕστερος, φήμη.

Greek Monolingual

η / ὑστεροφημία, ΝΑ
μεταθανάτια καλή φήμη, η εύφημη μνεία κάποιου μετά τον θάνατό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -φημία (< -φημος < φήμη), πρβλ. κακο-φημία].

Russian (Dvoretsky)

ὑστεροφημία: ἡ посмертная слава Plut.