ῥάμμα

From LSJ
Revision as of 15:22, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάμμα Medium diacritics: ῥάμμα Low diacritics: ράμμα Capitals: ΡΑΜΜΑ
Transliteration A: rhámma Transliteration B: rhamma Transliteration C: ramma Beta Code: r(a/mma

English (LSJ)

(B), ατος, τό, (ῥάπτω)

   A anything sewn or stitched, seam, hem, Pi.Fr.85, Hermipp.48, Pl.Com.36, J.AJ3.7.5.    2 fastening of a bandage by sewing (as ἅμμα by a knot), Hp. Off.8.    3 thread, D.S. 1.87, Dsc.Eup.1.200, Gal.UP10.12.    4 suture of a wound, Hippiatr. 71.ῥάμμαῥάμμα (A), ατος, τό, f.l. (ῥάμα, ῥᾶμα codd.) for ῥεῦμα in Apollod. Poliorc.183.7.

German (Pape)

[Seite 833] τό, das Genähte, Geflickte, Pind. frg. 55; – auch der Faden, Hippocr.; D. Sic. 1, 87.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάμμα: τό, (ῥαίνω) τὸ ἐρραντισμένον, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀρχ. Μαθημ. σ. 37.

French (Bailly abrégé)

1ατος (τό) :
1 couture;
2 fil.
Étymologie: ῥάπτω.
2ατος (τό) :
aspersion.
Étymologie: ῥαίνω.

English (Slater)

ῥάμμα v. λυθίραμμος.

Greek Monolingual

το / ῥάμμα, ΝΜΑ
νήμα, κλωστή για ράψιμο (α. «συνθετικά ράμματα» β. «βιβλίον... φοινικῷ ῥάμματι περιειλημένον», Διόδ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. νηματοειδές υλικό, χρησιμοποιούμενο στη χειρουργική για τη συγκράτηση σε επαφή δύο ιστικών επιφανειών, ώσπου να συνενωθούν, ή στην περίδεση αγγείου που αιμορραγεί
2. ναυτ. ισχυρό νήμα κατάλληλο για τη ραφή ιστίων ή αντίσκηνων, αλλ. ιστιόραμμα
3. φρ. α) «έχω ράμματα για τη γούνα του» — του επιφυλάσσω δυσάρεστη ανταπόδοση
β) «θα του αλλάξω τα ράμματα» — θα τον ταπεινώσω, θα τον εξευτελίσω
μσν.
η ραφή τραύματος
αρχ.
η στερέωση επιδέσμου με ραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάπ-μα (< ῥάπτω) με αφομοίωση του -π-].

Russian (Dvoretsky)

ῥάμμα: ατος τό
1) шов Pind.;
2) нить Diod.