ἀκτινοβόλος

From LSJ
Revision as of 15:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτῑνοβόλος Medium diacritics: ἀκτινοβόλος Low diacritics: ακτινοβόλος Capitals: ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: aktinobólos Transliteration B: aktinobolos Transliteration C: aktinovolos Beta Code: a)ktinobo/los

English (LSJ)

ον,

   A sending forth rays, δέσποτα Sammelb.4127 (Talmis).

Spanish (DGE)

-ον
que lanza rayos δέσποτα del dios Mandulis IMEG 166.1 (Talmis, imper.), ἀστραπαί Melit.Fr.8b.24
como n. de un caballo SEG 8.213.26 (Berito II/III d.C.).

Greek Monolingual

-α, -ο και αχτινοβόλος και αχτιδοβόλος (Α ἀκτινοβόλος, -ον)
αυτός που εκπέμπει ακτίνες, που σκορπίζει γύρω του λάμψη, φωτοβόλος, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτὶς (-ίνα) + -βόλος < βάλλω.
ΠΑΡ. ἀκτινοβολία.