ἀμνησία
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English (LSJ)
ἡ,
A = λήθη, forgetfulness, LXX Wi.14.26, Si.11.25. 2 decree of amnesty, POxy.1668.18 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνησία: ἡ, = λήθη, ἐπιλησμοσύνη, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ιδ΄, 26, Σειρὰχ β΄, 25).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 olvido κακῶν LXX Si.11.25.
2 amnistía, POxy.1668.18 (III a.C.).
Greek Monolingual
η (Α ἀμνησία)
έλλειψη μνήμης, λησμοσύνη, λήθη
νεοελλ.
(ψυχιατρ.) μείωση ή απώλεια της μνήμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μέμνημαι παρακμ. του μιμνήσκομαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμνησιακός.
ΣΥΝΘ. αμνησίθεος].