ἀμφιπερικτίονες

From LSJ
Revision as of 15:26, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπερικτίονες Medium diacritics: ἀμφιπερικτίονες Low diacritics: αμφιπερικτίονες Capitals: ΑΜΦΙΠΕΡΙΚΤΙΟΝΕΣ
Transliteration A: amphiperiktíones Transliteration B: amphiperiktiones Transliteration C: amfiperiktiones Beta Code: a)mfiperikti/ones

English (LSJ)

ων, οἱ,

   A dwellers all around, Callin.1.2, Thgn.1058, Q.S.6.224.

German (Pape)

[Seite 141] οἱ, die ringsumher Wohnenden, Theogn. 1024.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπερικτίονες: -ων, οἱ, οἱ περιοικοῦντες, Καλλῖν. 1. 2, Θέογν. 1058· πρβλ. ἀμφικτίονες, περικτίονες.

Spanish (DGE)

-ων, οἱ
pueblos asentados en torno, vecinos Callin.1.2, Thgn.1058, Q.S.6.224.

Greek Monolingual

ἀμφιπερικτίονες, οι (Α)
περίοικοι, γείτονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + περικτίονες < περί + κτίονες < κτίζω
πρβλ. και ἀμφυκτίονες].