ἀντιπαθητικός
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ή, όν,
A opposed to passivity, Sch.Opp.H.1.653.
German (Pape)
[Seite 256] entgegenwirkend, Ael. H. A.
Spanish (DGE)
-ή, -όν opuesto a la pasividad Sch.Opp.H.1.653.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀντιπαθητικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί αντιπάθεια
αρχ.
ο αντίθετος στην παθητικότητα, ο ενεργητικός.