ὀφιοειδής

From LSJ
Revision as of 15:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφῐοειδής Medium diacritics: ὀφιοειδής Low diacritics: οφιοειδής Capitals: ΟΦΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ophioeidḗs Transliteration B: ophioeidēs Transliteration C: ofioeidis Beta Code: o)fioeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a serpent, Dsc.2.166.

German (Pape)

[Seite 426] ές, schlangenähnlich, -artig, Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ὄφιν, ἢ ἔχων τὴν φύσιν ὄφεως, Κύριλλ. Ἱεροσολ.

Greek Monolingual

-ές (Α οφιοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με φίδι
νεοελλ.
αυτός που ελίσσεται σπειροειδώς, ελικοειδής.
επίρρ...
οφιοειδώς
με οφιοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -ειδής].