ὀλιγαρκία
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ἡ,
A contentment with little, Suid.
German (Pape)
[Seite 320] ἡ, = ὀλιγάρκεια, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγαρκία: ἡ, ἴδε ἐν λέξ. ὀλιγάρκεια.
Greek Monolingual
ὀλιγαρκία, ἡ (Α)
βλ. ολιγάρκεια.