ὀψοδεία

From LSJ
Revision as of 15:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψοδεία Medium diacritics: ὀψοδεία Low diacritics: οψοδεία Capitals: ΟΨΟΔΕΙΑ
Transliteration A: opsodeía Transliteration B: opsodeia Transliteration C: opsodeia Beta Code: o)yodei/a

English (LSJ)

ἡ, (δέω Β)

   A want of food or fish, Suid.

German (Pape)

[Seite 433] ἡ, Mangel an Speisen oder Fischen, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψοδεία: (ἢ ὀψοδεΐα), ἡ, (δέω) «ἡ ἔνδεια τῶν ὄψων» Σουΐδ.

Greek Monolingual

ὀψοδεία ή ὀψοδεΐα, ἡ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ ἔνδεια τῶν ὄψων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + -δεια (< -δεής < δέομαι), πρβλ. σιτο-δεία].