ῥαββί

From LSJ
Revision as of 15:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαββί Medium diacritics: ῥαββί Low diacritics: ραββί Capitals: ΡΑΒΒΙ
Transliteration A: rhabbí Transliteration B: rhabbi Transliteration C: ravvi Beta Code: r(abbi/

English (LSJ)

   A O my Master, Hebr. word in Ev.Matt.23.7, al.; also ῥαββονί or ῥαββουνί, Ev.Marc.10.51, Ev.Jo.20.16.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαββί: ῥαββονί, ῥαββουνί, = ὦ διδάσκαλέ μου, Ἑβραϊκαὶ λέξεις ἐν τῇ Καιν. Διαθ.

English (Strong)

of Hebrew origin (רָב with pronominal suffix); my master, i.e Rabbi, as an official title of honor: Master, Rabbi.

Greek Monolingual

ο / ῥαββί, ΝΜΑ, και ραβί Ν, και ῥαββίς και ῥαββονί και ῥαββουνί Α
(κυρίως στην Καινή Διαθήκη)
1. τίτλος που αποδίδεται από τους Εβραίους στους επίσημους ερμηνευτές του Νόμου και της Γραφής, μέγας διδάσκαλος του Μωσαϊκού Νόμου
2. (στους ευαγγελιστές Ματθαίο, Μάρκο και Ιωάννη) προσφώνηση του Ιησού Χριστού από τους μαθητές του («μή τι ἐγώ εἰμι ῥαββί», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. rabb «δάσκαλος»].

Greek Monotonic

ῥαββί: ῥαββονί, ῥαββουνί, ω διδάσκαλέ μου, Εβρ. λέξεις, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ῥαββί: и ῥαββουνί ὁ indecl. (евр.) (мой) учитель NT.

Middle Liddell

o my master, Hebr. words in NTest.

Chinese

原文音譯:?abb⋯ 拉比
詞類次數:名詞(17)
原文字根:我的 許多(廣博)
字義溯源:我的師傅,拉比(希伯來文音譯,意:夫子);源自希伯來文(רַב‎ / צִידֹון רַבָּה‎)=眾多),而 (רַב‎ / צִידֹון רַבָּה‎)出自(רָבַב‎)=投擲,增多)。拉比,在起初原是學生對老師極尊敬的稱呼;到新約時候,卻演變為很普通的稱呼
出現次數:總共(17);太(5);可(4);約(8)
譯字彙編
1) 拉比(17) 太23:7; 太23:7; 太23:8; 太26:25; 太26:49; 可9:5; 可11:21; 可14:45; 可14:45; 約1:38; 約1:49; 約3:2; 約3:26; 約4:31; 約6:25; 約9:2; 約11:8