βουκεφάλιον
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A ox-head, used as an ornament, Lys.Fr.34, SIG695.71 (Magn. Mae.); β. χρυσᾶ SIG2588.199 (Delos, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 456] τό, Ochsenkopf, Lysias bei Ath. V, 210 a.
Greek (Liddell-Scott)
βουκεφάλιον: τό, βοὸς κεφαλή, Λυσ. Ἀποσπ. 18.
Spanish (DGE)
-ου, τό
cabeza de toro, bucranio figura utilizada como elemento decorativo (ἡ ἐγγυθήκη) Σατύρων ἔχει πρόσωπα καὶ βουκεφάλια Lys.Fr.32, βουκεφάλια χρυσᾶ ID 442B.199 (II a.C.), cf. IM 100b.23 (II a.C.).
Greek Monolingual
βουκεφάλιον, το (Α) βουκέφαλος
κόσμημα σε σχήμα κεφαλής βοδιού.