δορίκτυπος

From LSJ
Revision as of 15:51, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι → regard as going to execution, regard as the outmarch to death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐκτῠπος Medium diacritics: δορίκτυπος Low diacritics: δορίκτυπος Capitals: ΔΟΡΙΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: doríktypos Transliteration B: doriktypos Transliteration C: doriktypos Beta Code: dori/ktupos

English (LSJ)

ον,

   A spear-clashing, Pi.N.3.60.

German (Pape)

[Seite 658] speerklingend; ἀλαλά Pind. N. 3, 57; Αἰακίδαι 7, 9.

Greek (Liddell-Scott)

δορίκτῠπος: -ον, ὁ τὰς λόγχας κτυπῶν, συγκροτῶν, Πίνδ. Ν. 3. 103.

English (Slater)

δορίκτῠπος, -ον
   1 of, with clashing spears πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν δορίκτυπον ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν (edd. refer the adj. to either Τροίαν or ἀλαλάν) (N. 3.60) πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ δορικτύπων Αἰακιδᾶν (N. 7.9)

Spanish (DGE)

(δορίκτῠπος) -ον
1 acompañado del fragor de las lanzas, ἀλαλά Pi.N.3.60.
2 que entrechoca la lanza de pers. δορικτύπων Αἰακιδᾶν Pi.N.7.9.

Greek Monolingual

δορίκτυπος, -ον (Α)
αυτός αντηχεί από τα χτυπήματα τών δοράτων.

Russian (Dvoretsky)

δορίκτῠπος: бряцающий копьями (Τροία, Αἰακίδαι Pind.).