καλότροπος

From LSJ
Revision as of 15:52, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλότροπος Medium diacritics: καλότροπος Low diacritics: καλότροπος Capitals: ΚΑΛΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: kalótropos Transliteration B: kalotropos Transliteration C: kalotropos Beta Code: kalo/tropos

English (LSJ)

ον,

   A well-mannered, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

καλότροπος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, Ἰω. Διάκονος ἐν Bandini Anecd. 91.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καλότροπος, -ον)
αυτός που έχει καλούς, ευγενείς τρόπους, που φέρεται καλά, ευπροσήγορος, καταδεκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -τροπος (< τρόπος), πρβλ. ιδιό-τροπος, ποικιλό-τροπος].