λωτοφάγοι
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
English (LSJ)
[ᾰ], οἱ, (λωτός III. 2)
A Lotus-eaters, a mythical people on the coast of North Africa, Od.9.84, Hdt.4.177, cf. X.An.3.2.25, Scyl.22, Plb.1.39.2:—their country was perh. called Λωτοφᾰγία, ἡ, Thphr.HP4.3.2 (dub.l.): hence Adj. fem. Λωτοφᾰγῖτις Σύρτις Str. 17.3.17.
Greek (Liddell-Scott)
λωτοφάγοι: οἱ, (λωτὸς ΙΙ) οἱ ἐσθίοντες τὸν λωτόν, εἰρηνικὸς λαὸς κατοικῶν τὴν Κυρηναϊκὴν παραλίαν, Ὀδ. Ι. 84, Ἡρόδ. 4. 177, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 2, 25· ἡ χώρα αὐτῶν ἐκαλεῖτο Λωτοφαγία, ἡ, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 2· ὅθεν Σύρτις Λωτοφαγῖτις, Στράβ. 834.
Greek Monotonic
λωτοφάγοι: οἱ (λωτός II), αυτοί που τρώνε λωτούς· ειρηνικός λαός που κατοικούσε στην παραλία της Κυρηναϊκής, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
Middle Liddell
λωτο-φάγοι, οἱ, λωτός II]
the Lotus-eaters, a peaceful people on the coast of Cyrenaica, Od., Hdt.