ξιφοειδής
From LSJ
ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread
English (LSJ)
ές,
A sword-shaped, Thphr.HP7.13.1, Str.3.5. 10 ; ὀστοῦν Gal.2.496 ; χόνδρος the ensiform cartilage, Id.UP6.3, al.
German (Pape)
[Seite 280] ές, schwertförmig, Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα ξίφους, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 7. 13. 1.
Greek Monolingual
-ές (Α ξιφοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ξίφος, που έχει το σχήμα ξίφους
νεοελλ.
φρ. «ξιφοειδής απόφυση»
ανατ. η οξεία, εν μέρει οστέινη και εν μέρει χόνδρινη, κατάληξη του οστού του στέρνου, που αποτελεί το κατώτερο τμήμα του, αλλ. ξιφίστερνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ειδής. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xiphoid].