τρισαλιτήριος

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσᾰλῐτήριος Medium diacritics: τρισαλιτήριος Low diacritics: τρισαλιτήριος Capitals: ΤΡΙΣΑΛΙΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: trisalitḗrios Transliteration B: trisalitērios Transliteration C: trisalitirios Beta Code: trisalith/rios

English (LSJ)

ον,

   A thrice-sinful, LXX 2 Ma.8.34, Es.8.13:—also τρῐσ-άλιτρος [ᾰ], ον, Tz.H.13 No. 479 tit.

Greek (Liddell-Scott)

τρισᾰλῐτήριος: -ον, τρὶς ἀλιτήριος, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 34, κ. ἀλλ.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρισαλιτήριος· ἁμαρτωλὸς»· - ὡσαύτως τρισάλιτρος, ον, Τζέτζ. Ἱστ. 13, τίτ. 479.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. τρεις φορές αλιτήριος, κακοηθέστατος, ανοσιότατος
2. (κατά τον Ησύχ.) «τρισαλιτήριος
ἁμαρτωλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἀλιτήριος «δόλιος, κακοήθης»].