ἐνδιαίτημα
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ατος, τό,
A dwelling-place, D.H.1.37, Ph.1.52, al., Plu.2.968b, Phalar.Ep.34 (pl.), Agath.3.23; ἐ. δαιμόνων τὴν ψυχὴν κατασκευάσας Porph.Marc.11.
German (Pape)
[Seite 833] τό, Wohnort, Wohnung, D. Hal. 1, 37 u. a. Sp., wie App. B. Civ. 2, 143. – Vergnügungsort, Poll. 1, 74.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιαίτημα: τό, μέρος πρὸς κατοικίαν, οἰκητήριον, Διον. Ἁλ. 1. 37, Πλούτ. 2. 698Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
lieu où l’on vit, demeure.
Étymologie: ἐνδιαιτάομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 morada, lugar de residencia de pers. o anim., esp. ref. territorios o espacios abiertos ἐ. δ' ἀνθρώποις ἄχαρι D.H.1.37, τὰ θηρόβοτα Νομάδων ἐνδιαιτήματα Phalar.Ep.34, Πιερία φίλον ὑμῖν ἐ. Aristid.Or.43.6, Μουσῶν ἐ. del Helicón, Hermesian.Hist.2, del mundo para Dios θεοῦ γὰρ οὐδὲ ὁ σύμπας κόσμος ἄξιον ἂν εἴη ... ἐ. Ph.1.52, τοῖς πτηνοῖς ὁ ἀὴρ ἐ. οἰκεῖον para las aves el aire es su medio natural Ph.1.506, τὰ ἐνδιαιτήματα τῶν ἁγίων del reino de los cielos, Thdr.Heracl.Mt.26, ref. edificios o espacios cerrados, Agath.3.23.3, en un hormiguero, Plu.2.968b
•fig. morada, sede esp. ref. el alma o partes del cuerpo πονηρῶν δαιμόνων ἐ. τὴν ψυχὴν κατασκευάσας Porph.Marc.11, cf. Cyr.Al.Luc.1.60.2, τοῖς περὶ Θεοῦ λόγοις ... ἐ. διδοὺς τὴν καρδίαν Cyr.Al.M.68.920B, νοῦ γὰρ ἐ. κεφαλή la cabeza es la sede del pensamiento Cyr.Al.M.68.993A.
2 régimen, dieta συντρόφοις ἐνδιαιτήμασι τὰς ὀδύνας κοιμήσαντες Bas.Sel.Or.M.85.333A.
Greek Monolingual
το (Α ἐνδιαίτημα)
κατοικία, τόπος διαμονής
νεοελλ.
«τα ενδιαιτήματα» — τα διαμερίσματα του πλοίου που προορίζονται για τους βαθμοφόρους.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδιαίτημα: ατος τό жилище, жилье Plut.