ἐριαχθής

From LSJ
Revision as of 16:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριαχθής Medium diacritics: ἐριαχθής Low diacritics: εριαχθής Capitals: ΕΡΙΑΧΘΗΣ
Transliteration A: eriachthḗs Transliteration B: eriachthēs Transliteration C: eriachthis Beta Code: e)riaxqh/s

English (LSJ)

ές, (ἔριον, ἄχθος)

   A laden with wool, woolly, or (ἐρι-, ἄχθος) heavy-laden, ποίμνη Max.520.

German (Pape)

[Seite 1027] ές, sehr belastet, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριαχθής: -ές, (ἔριον, ἄχθος) φέρων ἄχθος ἐρίου, μαλλοῦ, βαθύμαλλος, ἢ (ἐρι-, ἄχθος) λίαν βεβαρημένος, ποίμνη Μάξιμ. π. Καταρχ. 520.

Greek Monolingual

ἐριαχθής, -ές (Α)
αυτός που έχει βαρύ έριον, ο βαθύμαλλος ή ο πολύ βεβαρημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) ή έριον + -αχθής (< άχθος)].