εὐπάτειρα

From LSJ
Revision as of 16:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ἡ</b>" to "ᾰ], ἡ")

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπάτειρα Medium diacritics: εὐπάτειρα Low diacritics: ευπάτειρα Capitals: ΕΥΠΑΤΕΙΡΑ
Transliteration A: eupáteira Transliteration B: eupateira Transliteration C: efpateira Beta Code: eu)pa/teira

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, = sq., Men.616 (with

   A v.l. εὐπατέρεια), Choerob. in An.Ox.2.196, Theognost.Can.99, Gramm. in Reitzenstein Gesch.d. Gr.Etym.p.306, Et.Gud., EM318.55; cf. ἀπάτειρα.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπάτειρα: ἡ, = εὐπατέρεια, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 218.

Greek Monolingual

εὐπάτειρα και εὐπατέρεια, ἡ (ΑΜ)
1. (επιθ. της Ελένης, της Τυρώς και γεν. γυναικών) αυτή που κατάγεται από ευγενή πατέρα («Ἑλένην εὐπατέρειαν», Ομ. Ιλ.)
2. (για οίκους) αυτός που ανήκει σε οικογένεια ευγενών («ναίεις εὐπατέρειαν αὐλάν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πατήρ.