λακπάτητος

From LSJ
Revision as of 16:18, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λακπᾰτητος Medium diacritics: λακπάτητος Low diacritics: λακπάτητος Capitals: ΛΑΚΠΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: lakpátētos Transliteration B: lakpatētos Transliteration C: lakpatitos Beta Code: lakpa/thtos

English (LSJ)

ον,

   A trampled on, trodden down, S.Ant.1275 (λαξπάτητον Eust., v.l. λεωπάτητον).

German (Pape)

[Seite 8] v. l. für λὰξ πάτητος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

λακπάτητος: [πᾰ], ον, καταπεπατημένος, «τσαλαπατημένος», Σοφ. Ἀντ. 1275, ἔνθα ὁ Εὐστ. (796, 5) λαξπάτητον, καὶ ἓν Ἀντίγραφ. λεωπάτητον. Ἴδε σημ. Jepp ἐν Ἀντιγ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. λαξπάτητος.

Greek Monolingual

λακπάτητος, -ον (Α) λακπατώ
καταπατημένος, τσαλαπατημένος, ποδοπατημένος («λακπάτητον ἀντρέπων χαράν», Σοφ.).

Greek Monotonic

λακπάτητος: [πᾰ], -ον (λάξ), τσαλαπατημένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

λακπάτητος: (πᾰ) попранный ногами, растоптанный, поруганный, разрушенный (χαρά Soph.).

Middle Liddell

λακ-πά˘τητος, ον [λάξ]
trampled on, Soph.