ῥώχω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A wheeze, Sor.1.123; but ῥώχειν,= βρύχειν τοῖς ὀδοῦσι, Hsch.
Greek Monolingual
Α
1. ασθμαίνω, λαχανιάζω
2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥώχειν βρύχειν τοῑς ὀδοῡσι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός άγνωστης ετυμολ., που συνδέεται πιθ. με τα ῥέγκω ή ῥάζω (βλ. λ. ρέγχω)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to hiss, to rattle (Sor.), ῥώχειν βρύχειν τοῖς ὀδοῦσι H.; ῥωχμός m. (vv.ll. ῥωγ-, ῥοχ-, ῥογ-) hissing (medic.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Sound words; cf. ῥάζω.
Frisk Etymology German
ῥώχω: {rhṓkhō}
Grammar: v.
Meaning: zischen, röcheln (Sor.), ῥώχειν· βρύχειν τοῖς ὀδοῦσι H.; ῥωχμός m. (vv.ll. ῥωγ-, ῥοχ-, ῥογ-) das Zischen (Mediz.).
Etymology : Schallwörter; vgl. ῥάζω.
Page 2,669