ἀράχιδνα
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ἡ,
A ground-pease, Lathyrus amphicarpos, Thphr.HP1.1.7, 1.6.12.
German (Pape)
[Seite 344] ἡ, eine Hülsenfrucht, s. ἄρακος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀράχιδνα: ἡ, εἶδος ὀσπρίου, ἄρακος, βῖκος, «ἀρακᾶς», ἢ ἴσως ὁ ἐπιστημονικῶς καλούμενος λάθυρος ἀμφίκαρπος, Θεοφρ. Ἰστ. Φ. 1. 1, 7.
Frisk Etymological English
See also: ἄρακος
Frisk Etymology German
ἀράχιδνα: {arákhidna}
Grammar: f.
Meaning: N. einer Hülsenfrucht, Lathyrus amphicarpus (Thphr.).
Etymology : Vgl. ἄραχος, ἄρακος; sonst dunkel. Vgl. Chantraine Formation 109.
Page 1,129