δαφνοειδής

From LSJ
Revision as of 16:26, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαφνοειδής Medium diacritics: δαφνοειδής Low diacritics: δαφνοειδής Capitals: ΔΑΦΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: daphnoeidḗs Transliteration B: daphnoeidēs Transliteration C: dafnoeidis Beta Code: dafnoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like bay, δαῦκον Thphr HP9.15.5 (s. v. l.); of certain corals, ib.4.7.1.    II τὸ δ. spurge-laurel, Daphne Laureola, Hp.Nat.Mul. 33, Dsc.4.146.    2 = κληματίς, Dsc.4.7.

German (Pape)

[Seite 525] ές, lorbeerähnlich, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δαφνοειδής: -ές, ὅμοιος δάφνῃ, τὸ δ., θάμνος δάφνῃ ὅμοιος, Ἱππ. 575. 15, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 9. 15, 5.

Spanish (DGE)

-ές

• Morfología: [sg. gen. δαφνοειδέος Hp.Nat.Mul.33]
I semejante al laurel δαῦκον Thphr.HP 9.15.5, φύλλα Thphr.HP 3.17.3, cf. 3.11.3, 9.4.3, de ciertos corales, Thphr.HP 4.7.1.
II subst., bot.
1 adelfilla, lauréola macho, Dafne laureola L., Hp.l.c., Dsc.4.146, 164, Eup.1.3, Plin.HN 15.132, 23.158, Gal.13.265, Aët.3.120, Paul.Aeg.7.10.2.
2 otro n. de κληματίς gener. identificada c. la vinca, Vinca minor L., Dsc.4.7, Plin.HN 24.141.
3 prob. laurel alejandrino, Ruscus hypophyllum L., Ps.Apul.Herb.58.6, Paul.Aeg.7.3 (p.206), Gloss.3.559.

Greek Monolingual

-ές (Α δαφνοειδής, -ές)
όμοιος με δάφνη
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το δαφνοειδές
γένος θυμελαιοειδών φυτών τών οποίων είδη είναι το δαφνοειδές το κνίδιο (χολόχορτο) και δαφνοειδής η χαμελαία (λυκονουρά, χαμολιά)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δαφνοειδή
οι δαφνίδες
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. το φυτό δάφνη η χαμαιδάφνη
2. το φυτό κληματίς.