πλαγιόμματος
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
ον,
A with oblique eyes, squinting, Eust.768.7.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰγιόμματος: -ον, ὁ ἔχων πλαγίους ὀφθαλμούς, «ἀλλοίθωρος», Εὐστ. 768. 7.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που βλέπει λοξά, ο αλλήθωρος («στραβός καὶ πλαγιόμματος», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + -όμματος (< ὄμμα, -ατος), πρβλ. μον-όμματος, πολυ-όμματος).