θλαστικός

From LSJ
Revision as of 17:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θλαστικός Medium diacritics: θλαστικός Low diacritics: θλαστικός Capitals: ΘΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thlastikós Transliteration B: thlastikos Transliteration C: thlastikos Beta Code: qlastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to crush, crushing, Arist.Pr.884b35.

German (Pape)

[Seite 1212] zum Quetschen, Zerdrücken geschickt.

Greek (Liddell-Scott)

θλαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς θλάσιν, συντρίβων, Ἀριστ. Προβλ. 5. 37, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θλαστικός, -ή, -όν)
αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για θλάση, αυτός που συντρίβει, συντριπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. θλαστικός < θλάστ-ης ή θλαστ-ός].

Russian (Dvoretsky)

θλαστικός: могущий раздавить, мнущий (πᾶσα πληγὴ διαιρετικόν ἐστιν ἢ θλαστικόν Arst.).