δύστακτος
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
ον,
A ill-regulated, disordered, Pl.Lg.781a. II (for δύσ-στακτον) = κακοδάκρυτον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
δύστακτος: -ον, κακῶς διατεταγμένος, ἀκανόνιστος, Πλάτ. Νομ. 781Α.
Spanish (DGE)
-ον indisciplinado, desordenado τὸ θῆλυ Pl.Lg.781a.
Russian (Dvoretsky)
δύστακτος: с трудом приводимый в порядок или плохо упорядоченный, неорганизованный (γένος τῶν ἀνθρώπων Plat.).