μαθητέος

From LSJ
Revision as of 15:20, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰθητέος Medium diacritics: μαθητέος Low diacritics: μαθητέος Capitals: ΜΑΘΗΤΕΟΣ
Transliteration A: mathētéos Transliteration B: mathēteos Transliteration C: mathiteos Beta Code: maqhte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be learnt, Pl.Lg.822c.    II μαθητέον, one must learn, Hdt.7.16. γ', Ar.V.1262, Pl.Lg.818d; τέχνας παρά τινος X. Mem.2.1.28.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθητέος: -α, -ον, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ μανθάνω, ὃν πρέπει τις νὰ μάθῃ ἢ ἐννοήσῃ, Ἡρόδ. 7. 16. 3. II. μαθητέον, πρέπει τις νὰ μάθῃ, Ἀριστοφ. Σφ. 1262, Πλάτ. Νόμ. 818D· τι παρά τινος Ξεν. Ἀπομνημ. 2. 1, 28.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de μανθάνω.

Greek Monotonic

μᾰθητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του μανθάνω·
I.αυτό που πρόκειται να μαθευτεί, να διδαχθεί, σε Ηρόδ.
II.μαθητέον, κάτι που πρέπει να μαθευτεί, σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μᾰθητέος: adj. verb. к μανθάνω.

Middle Liddell

μᾰθητέος, η, ον verb. adj. of μανθάνω
I. to be learnt, Hdt.
II. μαθητέον, one must learn, Ar., Xen.