συγχρηματίζω

From LSJ
Revision as of 15:22, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχρημᾰτίζω Medium diacritics: συγχρηματίζω Low diacritics: συγχρηματίζω Capitals: ΣΥΓΧΡΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: synchrēmatízō Transliteration B: synchrēmatizō Transliteration C: sygchrimatizo Beta Code: sugxrhmati/zw

English (LSJ)

   A to be associated with, συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν the Greek date shall be used along with the Roman, OGI458.53 (i B.C.), cf. Ptol.Tetr.79, Vett.Val.278.11; act together with, τινὶ ἐν τοῖς τῆς πόλεως λόγοις POxy.2135.3 (ii A.D.), cf. Ath.Mitt.37.277 (Pergam.), PTeb.397.26 (ii A.D.), PSI10.1104.14 (ii A.D.): abs., PPetr.3p.221 (iii B.C., cf. Arch.Pap.7.79), PLille 49.3 (iii B.C., cf. Arch.Pap.7.297); ἐπιγράφεσθαι ἐπὶ τῶν συγχρηματιζομένων shall have his name inscribed at the head of contracts, IGRom. 4.292.38 (Pergam., ii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

συγχρηματίζω: καλοῦμαι διὰ τοῦ αὐτοῦ ὀνόματος μετά τινος ἄλλου, συμνημονεύομαι, τινὶ Ὠριγέν. τ. 1, 1. 91Β· ― συνδέομαι, ἐν συζυγίᾳ εἰμί, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 79, 8· πρβλ. χρηματίζω.

Greek Monolingual

Α
1. χρησιμοποιούμαι συγχρόνως με άλλον, συνδέομαι με κάποιον («συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν», επιγρ.)
2. ενεργώ από κοινού με άλλον
3. έχω ίδιο όνομα με άλλον
4. συμπράττω για τη διεκπεραίωση υπηρεσιακής υπόθεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + χρηματίζω «ενεργώ, διαπραγματεύομαι, καλούμαι» (< χρήμα, -ατος)].

Greek Monolingual

Α
1. χρησιμοποιούμαι συγχρόνως με άλλον, συνδέομαι με κάποιον («συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν», επιγρ.)
2. ενεργώ από κοινού με άλλον
3. έχω ίδιο όνομα με άλλον
4. συμπράττω για τη διεκπεραίωση υπηρεσιακής υπόθεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + χρηματίζω «ενεργώ, διαπραγματεύομαι, καλούμαι» (< χρήμα, -ατος)].