συχνάζω
From LSJ
Full diacritics: σῠχνάζω | Medium diacritics: συχνάζω | Low diacritics: συχνάζω | Capitals: ΣΥΧΝΑΖΩ |
Transliteration A: sychnázō | Transliteration B: sychnazō | Transliteration C: sychnazo | Beta Code: suxna/zw |
A to be frequent, do or come frequently, = θαμίζω, EM299.31.
συχνάζω: μέλλ. -άσω, ὡς καὶ νῦν, = θαμίζω, Εὐστ. Πονημάτ. 242. 79, ἐτυμολ. Μέγ. 249. 21.
ΝΜΑ, και συχνιάζω Ν συχνός / συχνιός]
πηγαίνω σε ένα μέρος συχνά, είμαι τακτικός θαμώνας κάπου.