μιμητέος

From LSJ
Revision as of 15:30, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμητέος Medium diacritics: μιμητέος Low diacritics: μιμητέος Capitals: ΜΙΜΗΤΕΟΣ
Transliteration A: mimētéos Transliteration B: mimēteos Transliteration C: mimiteos Beta Code: mimhte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be imitated, X.Mem. 3.10.8, etc.    II μιμητέον, one must imitate, E.Hipp.114, Pl.R. 396b; τινά τι X.Mem.1.7.2.

Greek (Liddell-Scott)

μῑμητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ μιμηθῇ τις, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 8. ΙΙ. μιμητέον, πρέπει τις νὰ μιμηθῇ, Εὐρ. Ἱππ. 114, Πλάτ. Πολ. 396Β· τινά τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de μιμέομαι.

Greek Monotonic

μῑμητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του μιμέομαι·
I. κάποιος που πρέπει να γίνει αντικείμενο μίμησης, σε Ξεν.
II. μιμητέον, κάτι που πρέπει να γίνει αντικείμενο μίμησης, σε Ευρ., Ξεν.

Middle Liddell

μῑμητέος, η, ον verb. adj. of μιμέομαι
I. to be imitated, Xen.
II. μιμητέον, one must imitate, Eur., Xen.