παράξυστον

From LSJ
Revision as of 19:10, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράξυστον Medium diacritics: παράξυστον Low diacritics: παράξυστον Capitals: ΠΑΡΑΞΥΣΤΟΝ
Transliteration A: paráxyston Transliteration B: paraxyston Transliteration C: paraksyston Beta Code: para/custon

English (LSJ)

τό, mason's tool, gloss on ὑπαγωγεύς, Sch.Ar.Av. 1150.

German (Pape)

[Seite 492] τό, ein Werkzeug der Maurer, ᾡ ἀπευθύνουσι τὰς πλίνθους πρὸς ἀλλήλας, Schol. Ar. Av. 1150.

Greek (Liddell-Scott)

παράξυστον: τό, ἐργαλεῖον τεκτονικὸν ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1150, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ὑπαγωγεύς· · πρβλ. ξυστόν, καὶ ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. ὑπαγωγεύς.

Greek Monolingual

τὸ, Α παραξύω
εργαλείο οικοδόμων με το οποίο έξυναν και έσιαζαν τα τούβλα μεταξύ τους.