τἀληθές
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
τἀληθές: κατ’ Ἀττ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἀληθές.
crase att. p. τὸ ἀληθές.
τἀληθές: κράση αντί τὸ ἀληθές.
τἀληθές: in crasi = τὸ ἀληθές.