Μαντινικός
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
ή, όν :
de Mantinée ; ἡ Μαντινική (γῆ) le territoire de Mantinée.
Étymologie: Μαντίνεια.
Μαντῐνικός: мантинейский Plat.