Σαρδόνιος

From LSJ
Revision as of 14:23, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Sardaigne ; οἱ Σαρδόνιοι les Sardes.
Étymologie: Σαρδώ.

Greek Monolingual

και Σαρδώνιος, -ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Σαρδώ ή ο κάτοικος της Σαρδούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. της γεν. του ον. Σαρδώ, η οποία απαντά και με την μορφή Σαρδ-όνος (όπως θα σχηματιζόταν από τ. ονομαστικής Σαρδών) + κατάλ. -ιος].

Russian (Dvoretsky)

Σαρδόνιος: II ὁ уроженец или житель Сардинии Her.

Russian (Dvoretsky)

Σαρδόνιος: сардинский Her., Theocr.

English (Woodhouse)

Sardinian

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)