ὁσαχοῦ
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
German (Pape)
[Seite 394] relatives Correlativ zu ποσαχοῦ, an so viel Orten wie, Sp.; – auch = ὁσάκις, Aristid.
French (Bailly abrégé)
adv.
en autant de lieux que sans mouv.
Étymologie: ὅσος, -αχοῦ.
Greek Monolingual
ὁσαχοῡ (Α)
επίρρ. σε οσαδήποτε μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της αντων. ὅσος + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. αλλ-αχ-ού)].
Middle Liddell
in as many places as, Dem.