ψευδοκῆρυξ
From LSJ
English (LSJ)
ῡκος, ὁ,
A false, lying herald, S.Ph.1306.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοκῆρυξ: (ὀρθ. -ήρυξ), ῡκος, ὁ, ψευδής, ψευδόμενος κήρυξ, Σοφ. Φιλ. 1307.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ) :
messager de fausses nouvelles.
Étymologie: ψευδής, κῆρυξ.
Greek Monotonic
ψευδοκῆρυξ: -ῡκος, ὁ, ψευδής ή κήρυκας που κομίζει ψεύτικες ειδήσεις, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ψευδοκῆρυξ: ῡκος ὁ распространитель ложных вестей, лгун Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψευδοκῆρυξ -υκος, ὁ [ψευδής, κῆρυξ] liegende gezant.
Middle Liddell
ψευδο-κῆρυξ, ῡκος,
a lying herald, Soph.