Διπόλεια

From LSJ
Revision as of 15:20, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek (Liddell-Scott)

Δῑπόλεια: ἢ Διπόλια, τά, συνῃρ. ἐκ τοῦ Διϊπ-, παλαιά τις ἑορτὴ τοῦ Διὸς τοῦ Πολιέως ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Εἰρ. 420, Ἀντιφ. 120. 10. ― Τὰ χ/φα καὶ οἱ Γραμμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ παρέχουσι τὸν ἀσυναίρετον τύπον Διιπ-· ἀλλ’ ὁ συνῃρ. Διπ- διατηρεῖται ὑπὸ τοῦ Χοιροβ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 2. 192, Α. Β. 91. Τὸν τύπον Διπόλεια ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ τὸ Διπολιώδης εἶναι ἀναγκαῖον ἐν Νεφ. 981. Παλαιαὶ Ἀττικ. ἐπιγρ. παρέχουσι τὸν τύπον Διπολίεια, Meisterh σ. 55.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
les Dipolies, fête athénienne en l’honneur de Zeus Polieus.
Étymologie: Διός, πολιεύς.

Russian (Dvoretsky)

Δῑπόλεια: и Δῑπόλια τά [из Διϊπόλεια диполии (древний праздник в честь Зевса-Градохранителя - Ζεὺς Πολιεύς) Arph.

Middle Liddell

n n [contr. from Διϊπόλια] [*Δίς]
an ancient festival of Zeus at Athens, Ar.

English (Woodhouse)

festival of Zeus at Athens

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)