ἐπικαθέζομαι
From LSJ
English (LSJ)
A sit down upon, ἐπί τινι Ar.Pl.185; [ἐλέφαντι] Gal. UP17.1: aor. 1 part. ἐπικαθεσθείς Artem.2.20. II. to be supported, rest on, ἐπιζυγίδα -ομένην τῷ διαπήγματι Hero Bel.83.11, cf. J.AJ8.3.5.
German (Pape)
[Seite 944] (s. ἕζομαι), sich niedersetzen, ἐφ' οἷς ἂν ἐπικαθέζηται Ar. Plut. 185; Sp., die auch den aor. pass. ἐπικαθεσθείς haben, Artemid. 2, 20.
French (Bailly abrégé)
s’asseoir ou être assis sur, se laisser tomber sur.
Étymologie: ἐπί, καθέζομαι.
Greek Monolingual
ἐπικαθέζομαι (Α)
1. κάθομαι πάνω σε κάτι
2. στηρίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ-έζομαι «καθίζω»].
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαθέζομαι: (выше кого или чего-л.) усаживаться, располагаться: ἐ. ἐπί τισι Arph. принимать командование над кем-л.