νηΐτης

From LSJ
Revision as of 12:50, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηΐτης Medium diacritics: νηΐτης Low diacritics: νηΐτης Capitals: ΝΗΪΤΗΣ
Transliteration A: nēḯtēs Transliteration B: nēitēs Transliteration C: niitis Beta Code: nhi/+ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A of or belonging to a ship, consisting of ships, ν. στρατός a fleet, Th.2.24, 4.85; στόλος A.R.4.239, etc.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. masc.
naval, maritime ; στρατὸς νηΐτης THC armée de débarquement.
Étymologie: ναῦς.

Greek Monotonic

νηΐτης: [ῑ], -ου, ὁ (ναῦς), αυτός που ανήκει σε πλοίο, αυτός που αποτελείται από πλοία· στρατὸς νηίτης, στόλος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

νηΐτης: ου (ῑ) adj. m ναῦς морской (στρατός Thuc.; στόλος Anth.).