καμηλάτης

From LSJ
Revision as of 18:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλάτης Medium diacritics: καμηλάτης Low diacritics: καμηλάτης Capitals: ΚΑΜΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: kamēlátēs Transliteration B: kamēlatēs Transliteration C: kamilatis Beta Code: kamhla/ths

English (LSJ)

(for Καμηλελάτης), ου, ὁ,

   A camel-driver, PBasel 2.2 (ii A.D.), BGU14 vi 12 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

καμηλάτης: ὁ, ἐν παπύρ. Βερολ. 34, Π. 5, εἰ ὑγιῶς ἔχει, ἀντὶ καμηληλάτης = καμηλίτης.

Greek Monolingual

καμηλάτης, ὁ (Α)
οδηγός καμήλας, καμηλιέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμηλ-ελάτης (με απλολογία) < κάμηλος + -ελάτης (< ελαύνω), πρβλ. ιππ-ελάτης, ταυρ-ελάτης].