τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
Full diacritics: κάρκαρα | Medium diacritics: κάρκαρα | Low diacritics: κάρκαρα | Capitals: ΚΑΡΚΑΡΑ |
Transliteration A: kárkara | Transliteration B: karkara | Transliteration C: karkara | Beta Code: ka/rkara |
τά,
A = πίτυρα (ἐπιτυρά cod.), Semon.33.
κάρκαρα, τὰ (Α)
πίτουρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κάρκαρον.