μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Full diacritics: καυνᾰκοπλόκος | Medium diacritics: καυνακοπλόκος | Low diacritics: καυνακοπλόκος | Capitals: ΚΑΥΝΑΚΟΠΛΟΚΟΣ |
Transliteration A: kaunakoplókos | Transliteration B: kaunakoplokos | Transliteration C: kavnakoplokos | Beta Code: kaunakoplo/kos |
ὁ,
A weaver of καυνάκαι, PMasp.283ii17 (vi A.D.).
καυνακοπλόκος, ὁ (Α)
αυτός που υφαίνει το ένδυμα καυνάκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυνάκης + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο-πλόκος, στιχο-πλόκος.