κεφαλωτός
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ή, όν,
A with a head, headed, Arist.Cat.7a16; of plants with a head, πράσον Dsc.2.149, cf. Epaenet. ap. Ath.9.371e, Mnesith. Cyz. ap. Orib.inc.15.18, Gp.12.1.8: Subst. -ωτόν (sc. πράσον), τό, BGU1120.16 (i B.C.); also, of a bolt, with a flat head, περόνη κ. Ph. Bel.76.3.
German (Pape)
[Seite 1428] mit einem Kopfe versehen, kopfartig, von Knollengewächsen, wie Knoblauch, Ath. XI, 371 e, Theophr. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλωτός: -ή, -όν, ἔχων κεφαλήν, Ἀριστ. Κατηγ. 7. 12· ἐπὶ φυτῶν ἐχόντων κεφαλήν, οἷον τὸ σκόροδον, Διοσκ. 2. 179, Ἀθήν. 371Ε.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κεφαλωτός, -ή, -όν)
(κυρ. για καρφιά) αυτός που είχει κεφάλι ή εξόγκωμα που μοιάζει με κεφάλι
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το κεφαλωτό (ενν. οστό)
οστάριο του δεύτερου στοίχου τών οστών του καρπού μεταξύ ελάσσονος, πολύγωνου και αγκιστρωτού
2. βοτ. το αρσ. ως ουσ. ο κεφαλωτός
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κεφαλωτίδες
αρχ.
1. αυτός που έχει κεφάλι
2. το ουδ. ως ουσ. τo κεφαλωτόν
το πράσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + επίθημα -ωτός (πρβλ. αγκυλ-ωτός, ελικ-ωτός)].
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλωτός: имеющий голову (ζῷον Arst.).