κλόπιμος

From LSJ
Revision as of 18:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

σιτία εἰς ἀμίδα μὴ ἐμβάλλειν → cast not pearls before swine, do not throw pearls before swine

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλόπιμος Medium diacritics: κλόπιμος Low diacritics: κλόπιμος Capitals: ΚΛΟΠΙΜΟΣ
Transliteration A: klópimos Transliteration B: klopimos Transliteration C: klopimos Beta Code: klo/pimos

English (LSJ)

ον (η, ον Ps.-Phoc.135),

   A thievish, χεῖρες Id.154, APl.4.193 (Phil.); gotten by fraud, παραθήκη Ps.-Phoc.135. Adv. -μως Man.5.298.

German (Pape)

[Seite 1456] diebisch, ἀλλοτρίων ἀπέχειν κλοπί. μους χέρας Philp. 55 (Plan. 193); – entwendet, gestohlen, Phocyl. 127. – Adv., Han. 5, 297.

Greek (Liddell-Scott)

κλόπιμος: -ον, = κλόπιος, Ψευδο-Φωκυλ. 135. 154. ― Ἐπίρρ. -μως, Μανέθων 5. 299.

Greek Monolingual

κλόπιμος, -ον, θηλ. και -ίμη) (Α) κλοπή
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη
2. κλοπιμαίος, κλεμμένος.
επίρρ...
κλοπίμως (Α)
με τρόπο που ταιριάζει σε κλέφτη.